Γράμμα σε σένα που νιώθεις ότι έχεις φτάσει σε αδιέξοδο (μέρος β’)
Ο Δημήτρης είναι 44 χρονών. Όταν γνώρισε την Ανθή πριν από 9 χρόνια, την ερωτεύτηκε από την πρώτη τους συνάντηση. Είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που του άρεσαν σε μια γυναίκα. Ήταν όμορφη, γλυκομίλητη, έξυπνη και δραστήρια και τόσο ανεξάρτητη που μπήκε αυτόματα στον πειρασμό να την κάνει να θέλει να δεσμευτεί για πάντα μαζί του! Αυτό όμως που λάτρευε ο Δημήτρης στην Ανθή ήταν το χαμόγελο της. Δεν είχε ξαναδεί πιο σαγηνευτικό χαμόγελο στη ζωή του! Τον μάγευε κάθε φορά που κατάφερνε με τα λόγια του ή τις πράξεις του να κερδίσει ένα χαμόγελό της… Αυτό του έμεινε και από την ημέρα του ονειρεμένου γάμου τους… Το πόσο ευτυχισμένη κατάφερε να κάνει την Ανθή, το πόσα χαμόγελα σκόρπιζε σπάταλα όλο το βράδυ στο γαμήλιο πάρτυ τους εκείνη! Όλοι έλεγαν πόσο όμορφη ήταν μέσα στο λευκό απέριττο νυφικό της και εκείνος την καμάρωνε κρυφά και δεν έβλεπε την ώρα να την σφίξει στην αγκαλιά του. Ξανά και ξανά. Την ήθελε τόσο πολύ…
Πέρασαν τα τρία πρώτα χρόνια στο κοινό τους σπίτι παραμυθένια. Ο Δημήτρης ζούσε ακριβώς τη ζωή που ήθελε. Στη δουλειά του προόδευε και ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση και στο σπίτι τον περίμενε πάντα η υπέροχη γυναίκα του. Του έλειπαν κάπως η φίλοι του και η περιβόητη ανδροπαρέα τους, αλλά δεν μπορούσε να αποχωριστεί τη γυναίκα του κανένα βράδυ για να βγει μαζί τους. Η δική της συντροφιά, ότι κι αν έκαναν, ήταν πάντα η καλύτερη και η μοναδική επιλογή του.
Η Ανθή ξαφνικά άρχισε να είναι μελαγχολική. Ο Δημήτρης φοβόταν να ρωτήσει. Φοβόταν να αντιμετωπίσει τη θλίψη της. Και αν έφταιγε εκείνος για κάτι; Και αν την πλήγωσε άθελά του; Δεν άντεχε τα σκοτεινιασμένα της μάτια και ένα βράδυ στον κρεβάτι τους , την πήρε αγκαλιά και τη ρώτησε…
Εκείνη ξέσπασε σε κλάματα και του είπε τι τη βασάνιζε… Όλες τις οι φίλες είχαν αποκτήσει παιδιά ή ήταν τώρα εγκυμονούσες. Τι συνέβαινε με τους ίδιους και δεν ερχόταν αυτή η ευλογία και στο δικό τους σπίτι; Μήπως δεν μπορούσε να κάνει παιδιά; Αυτές οι σκέψεις βάραιναν την καρδιά της Ανθής και τις ξεδίπλωσε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αγαπημένου της άντρα.
Ο Δημήτρης δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι το να μην έχουν ακόμα παιδιά μπορούσε να τους δημιουργήσει πρόβλημα. Φυσικά και ήθελε ο έρωτας τους να εξελιχθεί σε μια μεγάλη οικογένεια, αλλά ο χρόνος δεν τον άγχωσε ποτέ. Έβλεπε μάλιστα πόσο καταπιεσμένοι ήταν όλοι οι φίλοι του που είχαν παιδιά και πόσες δυσκολίες αντιμετώπιζαν και προτιμούσε να καθυστερήσει λίγο ακόμα ο ερχομός των παιδιών στη δική τους ζωή…
Όμως ο Δημήτρης λάτρευε την Ανθή και της ορκίστηκε να κάνει ότι χρειαστεί, προκειμένου να γίνει ευτυχισμένη… Από την επόμενη μέρα κιόλας ξεκίνησαν μι α σειρά επίπονων εξετάσεων και κάθε φορά προέκυπτε και κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Κάθε φορά κάποιος γιατρός τους τόνιζε τις δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν για να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί.
Θεραπείες, επεμβάσεις, ορμόνες , σπασμένα νεύρα και κλάματα. Αυτές οι λέξεις περιέγραφαν πλέον τη σχέση τους. Και μετά εξωσωματική, αγωνία, απογοήτευση, εγκυμοσύνη, αποβολή, θρήνος και κλάματα. Και πάλι από την αρχή. Χωρίς διάλλειμα στον εφιάλτη. Ένας φαύλος κύκλος πόνου.
Την Ανθή δεν την αναγνώριζε πια. Ήταν μια άλλη γυναίκα. Αλλαγμένη από τη μόνιμη θλίψη. Εκείνος δυσανασχετούσε, ανάπνεε με δυσκολία, αλλά έμεινε δίπλα της κάθε λεπτό του αγώνα της να αποκτήσουν παιδί, όσο δύσκολο κι αν ήταν…
Έναν ευλογημένο Οκτώβρη, είδε την Ανθή να γελάει ξανά. Το τεστ εγκυμοσύνης ήταν θετικό και οι δυο τους πετούσαν στον έβδομο ουρανό. 9 μήνες μετά γεννήθηκε ο γιος τους και 3 χρόνια μετά η κόρη τους. Επιτέλους τα είχαν όλα! Εκτός από τη σχέση τους…
Αυτή χάθηκε κάπου στους διαδρόμους μιας κλινικής ή σε κάποιο από τα ξενύχτια για τα παιδιά τους. Η Ανθή γκρίνιαζε ασταμάτητα και όλο χρέωνε λάθη στον Δημήτρη. Εκείνος ήλπιζε ότι αυτό κάποτε θα τελείωνε, αλλά μάταια. Πάντα έκανε κάτι που ενοχλούσε την Ανθή και που την έκανε να του γυρίζει την πλάτη στο κρεβάτι από θυμό… Ο Δημήτρης βαρέθηκε… Δεν θυμάται τι ώρα, ποια μέρα ή τι μήνας ήταν, όταν άρχισαν όλα αυτά, αλλά προτιμούσε πια να περνάει τον ελεύθερο του χρόνο με τους φίλους του. Σε μια παρέα που κανείς δεν τον κατέκρινε για τίποτα, που κανείς δεν του γκρίνιαζε για τίποτα και που δεν είχε να απολογηθεί για τίποτα. Ήταν τόσο ξεκούραστα τα βράδια με τους φίλους που επιτέλους ένοιωθε για λίγο ξένοιαστος ξανά.
Η Ανθή τον απωθούσε. Δεν την έβρισκε πια και τόσο όμορφη και το χαμόγελο της , του φαινόταν κάπως εκνευριστικό. Πολλές φορές είχε μπει στον πειρασμό να φλερτάρει ακόμα και να φανταστεί τον εαυτό του με άλλες γυναίκες, αλλά δεν προχώρησε ακόμα σε κάτι παραπάνω. Βέβαια το ήξερε μέσα του, ότι ήταν θέμα χρόνου να υποκύψει στις επίμονες προσπάθειες της καινούργιας συναδέλφου του να τον πείσει να πάνε οι δυο τους για έναν καφέ, αλλά προς το παρόν κάτι τον σταματούσε.
Φοβόταν να οδηγήσει την κατάσταση στο σπίτι στα άκρα.
Φοβόταν τις απρόβλεπτες αντιδράσεις της Ανθής.
Φοβόταν τι επίπτωση μπορεί να είχε η οποιαδήποτε επιλογή του στην ψυχολογία των παιδιών του. Τα λάτρευε όσο τίποτα στον κόσμο και του ήταν πνιγηρή η σκέψη να τα πληγώσει.
Φοβόταν και τον εαυτό του… Ένα κομμάτι μέσα του δεν μπορούσε να ξεπεράσει ακόμα τα συναισθήματα του για τη γυναίκα του. Με καμιά δεν είχε νιώσει έτσι ποτέ στη ζωή του και τον τρόμαζε η ιδέα να κάνει που θα το μετανιώσει και να χάσει για πάντα την Ανθή…
Όμως λαχταρούσε να ξανανιώσει άντρας. Να ξαναδεί τον πόθο στα μάτια μιας γυναίκας, να ξαναμαγευτεί από ένα άρωμα και ένα χαμόγελο…
Τι να κάνει; ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙ;
Α Δ Ι Ε Ξ Ο Δ Ο…